συνδηλώ

συνδηλώ
-όω, Α [δηλῶ]
1. καθιστώ κάτι ολοφάνερο
2. παθ. συνδηλοῡμαι, -όομαι
α) είμαι ή γίνομαι πιο φανερός
β) (ειδικά) γίνομαι πιο έντονος, αναδεικνύομαι («συνεδηλοῡτο [τὸ ἄχροον] τῷ μέλανι», Γαλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”